γαυλός

γαυλός
γαυλός, ο (Α)
1. αμολγεύς, καρδάρα
2. κουβάς για άντληση νερού
3. οποιοδήποτε σκεύος με στρογγυλό σχήμα
4. κούπα τού κρασιού
5. κυψέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γαυλός και γαύλος θα μπορούσαν να έχουν κοινή προέλευση. Εάν ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα, συνδέονται με τα ελλ. γωλεός «κρύπτη», γύαλον «το κοίλον, η κοιλότητα», γυρός «καμπύλος, κυρτός», αρχ. άνω γερμ. kiol «αγγείο», κ.λπ. Η γλώσσα τού Ησυχίου «και τα φοινικικά πλοία γαύλοι καλούνται» δεν οδηγεί απαραίτητα σε φοινικική και σημιτική προέλευση τής λ. Αλλά ο γαυλός ως ονομασία βάζου, αγγείου θα μπορούσε να είναι δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. gŭllᾱ, ουγγαρ. gl «στρογγυλό βάζο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαύλος — γαῡλος, ο (Α) εμπορικό φοινικικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γαυλός* με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • γαυλός — milk pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῦλος — milk pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλοῖς — γαυλός milk pail masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλοί — γαυλός milk pail masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλοῦ — γαυλός milk pail masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλούς — γαυλός milk pail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλῶν — γαυλός milk pail masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλῷ — γαυλός milk pail masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλόν — γαυλός milk pail masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”